- μέγαρο
- Τύπος κατοικίας της αρχαιότητας με ορθογώνια ως επί το πλείστον κάτοψη, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία κ.α. Η λέξη είναι ομηρική, αν και μεγαροειδείς κατοικίες υπάρχουν ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Θεσσαλία (Σέσκλο, Διμήνι) και σε άλλες περιοχές (Οικία των Κεράμων στη Λέρνα). Η τυπική μορφή του μ. εμφανίζεται σε όλες τις προϊστορικές ακροπόλεις, όπως στην Τίρυνθα, στις Μυκήνες, στην Πύλο και στην Τροία. Εκεί, το μ. αποτελεί την κύρια αίθουσα του βασιλικού ανακτόρου· στην πρόσοψη υπάρχει ανοιχτή στοά (αίθουσα) με τρία ανοίγματα, που δημιουργούνται από δύο ξύλινους κίονες και τους πλευρικούς τοίχους (στοά εν παραστάσει)· ακολουθεί ένα τρίθυρο δωμάτιο (πρόδομος) και πίσω από αυτό υπάρχει το κυρίως μ. ή δόμος, μία μεγάλη, σχεδόν τετράγωνη αίθουσα. Στο κέντρο της βρίσκεται η κυκλική εστία (η εσχάρα) και τέσσερις κίονες που υποβαστάζουν την οροφή. Η υπερύψωση της οροφής πάνω από την εστία επιτρέπει την έξοδο του καπνού. Το δάπεδο και οι τοίχοι του μ. έφεραν σε πολλές περιπτώσεις σχέδια, ενώ ο θρόνος του βασιλιά βρίσκεται στον τοίχο που υπάρχει δεξιά ως προς τον εισερχόμενο. Το μ. του ανακτόρου της Τίρυνθας, ένα από τα καλύτερα διατηρημένα, έχει διαστάσεις 9,75 μ. πλάτος επί 11,80 μ. βάθος.
Από το μ. εξάλλου προήλθε και η τριμερής διάρθρωση του εσωτερικού των αρχαίων ελληνικών ναών, οι οποίοι αποτελούνται, στην απλούστερή τους μορφή, από την ανοιχτή εν παραστάσει στοά, τον πρόδομο και τον σηκό (τον κύριο χώρο, στον οποίο βρισκόταν το άγαλμα του θεού).
Η μορφή του μ., της στενομέτωπης δηλαδή κατοικίας με την ανοιχτή στοά και τον πίσω από αυτήν χώρο διαμονής, συναντάται συχνότατα και σε εποχές πολύ μεταγενέστερες στη λαϊκή ελληνική αρχιτεκτονική, γεγονός που δείχνει την αξία της απλής αλλά απόλυτα λειτουργικής αυτής μορφής του.
Στη σύγχρονη εποχή, ο όρος μ. χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό μεγάλων και σημαντικών από άποψη μορφής και περιεχομένου δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, διατηρώντας ένα εννοιολογικό, κατά κάποιον τρόπο, περιεχόμενο.
Αναπαράσταση του μεγάρου του ανακτόρου της Τίρυνθας. Η πρόσοψή του είναι στην κεντρική αυλή και αποτελείται από στοά, ένα τρίθυρο δωμάτιο και το μέγαρο, με την εστία στο κέντρο. Μικρότερα ομοιότυπα οικήματα χρησίμευαν για τις καθημερινές ανάγκες όσων υπηρετούσαν στα ανάκτορα.
* * *το (Α μέγαρον)νεοελλ.μεγάλο, πολυτελές και μεγαλοπρεπές οικοδόμημα το οποίο χρησιμεύει είτε ως ιδιωτική κατοικία είτε ως δημόσιο ίδρυμα, μέλαθρο («προεδρικό μέγαρο»)αρχ.1. μεγάλο δωμάτιο το οποίο θεωρούνταν ως η κύρια αίθουσα τού ομηρικού ανακτόρου, στην οποία δειπνούσαν οι άνδρες («μέγαρόν τε πλεῑον δαιτυμόνων», Ομ. Οδ.)2. μεγάλη αίθουσα τής οικίας, όπου έμενε η οικοδέσποινα με τις υπηρέτριές της, γυναικωνίτης3. υπνοδωμάτιο, κοιτώνας3. συν. στον πληθ. (ιδίως στον Όμηρο) μεγάλη και πολυτελής οικία, ανάκτορο («ἐνὶ μεγάροισιν ἄκουσα εὐχομένης», Ομ. Ιλ.)4. μνήμα, τάφος, μνημείο5. ιερός θάλαμος τού ναού τών Δελφών όπου λαμβάνονταν οι χρησμοί, άδυτο, ιερό, αλλ. μάγαρον6. χαρακτηρισμός ορισμένων ιδιότυπων ναών, όπως τού ναού τής Δήμητρος στο Ταίναρο και στα Μέγαρα ή τού ναού τών Κουρήτων στη Μεσσήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Η σχέση της με το τοπωνύμιο Μέγαρα δεν έχει προσδιοριστεί].
Dictionary of Greek. 2013.